Η ανάγκη του ανθρώπου να ‘ανήκει’.
Ένα
πείραμα που έκανε ο Γουίντροπ Νάιλς Κέλλογκ ψυχολόγος της σχολής του
μπηχεβιορισμού.
Όπως
όλοι οι μπηχεβιοριστές έτσι και αυτός πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που
κατασκευάζεται από τους εξωτερικούς παράγοντες και μπορεί να «προγραμματιστεί»
έτσι όπως επιθυμούμε.
Ο
Γουίντροπ, όμως, πίστευε ότι και ένας χιμπαντζής θα μπορούσε να μάθει να
φέρεται ανθρώπινα, αρκεί να εκπαιδευόταν σωστά.
Για αυτό το λόγο έκανε ένα πείραμα που
είναι γνωστό ως: «Ο πίθηκος και ο άνθρωπος».
Το
1930 ο Κέλλογκ «υιοθέτησε» τη Γκούα, μια χιμπατζίνα 7μιση μηνών και ανέλαβε να
τη μεγαλώσει μαζί με το παιδί του, τον Ντόναλντ, ο οποίος τότε ήταν 10 μηνών. Έντυνε τη Γκούα με ρούχα, την κοίμιζε σε
κρεβάτι, της μάθαινε να τρώει με κουτάλι και πηρούνι στο τραπέζι, της μιλούσε
και τη γαργαλούσε. Στην αρχή όλα πήγαιναν
κατ’ ευχή.
Η
Γκούα δε διέφερε σε τίποτα από τον ανθρώπινο αδελφό της. Είχε μάθει να τρώει
μόνη της, έπαιζε με ανθρώπινα παιχνίδια και μπορούσε να πιάσει τη μύτη της, αν
της το ζητούσες.
Όταν όμως ο Ντόναλντ έγινε 16 μηνών (και η Γκούα ενός έτους και κάτι) άρχισαν να φαίνονται οι διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη: Ο Ντόναλντ ξεκίνησε να μιλάει, κάτι που η Γκούα –τι παράξενο- δεν μπορούσε να κάνει.
Όταν όμως ο Ντόναλντ έγινε 16 μηνών (και η Γκούα ενός έτους και κάτι) άρχισαν να φαίνονται οι διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη: Ο Ντόναλντ ξεκίνησε να μιλάει, κάτι που η Γκούα –τι παράξενο- δεν μπορούσε να κάνει.
Λίγους
μήνες μετά ο Κέλλογκ αναγκάστηκε να διακόψει το πείραμα. Ο λόγος; Αντί η Γκούα
να γίνεται άνθρωπος, είχε αρχίσει ο Ντόναλντ να συμπεριφέρεται σαν χιμπαντζής!
Ο Κέλλογκ απέδειξε άθελα του ότι ο άνθρωπος είναι το «μιμιτικότερο» των ζώων.
Ο Κέλλογκ απέδειξε άθελα του ότι ο άνθρωπος είναι το «μιμιτικότερο» των ζώων.
«Φυσικό»,
θα πείτε, «ένα παιδί να μιμείται, γιατί έτσι μαθαίνει.»
Όμως ένα άλλο ψυχολογικό πείραμα έρχεται να
μας δείξει ότι ο
άνθρωπος δε μιμείται μόνο για να μαθαίνει, αλλά και για να «ανήκει».
Γιατί
ως κοινωνικό ον που είναι (ο Αριστοτέλης τον ονόμαζε «πολιτικό ον»), του είναι
πολύ δύσκολο να φανταστεί τον εαυτό του «εκτός ομάδας».
Το πείραμα έγινε το 1951
από τον Αμερικάνο ψυχολόγο J. E. Asch.
Ο
Ας, λοιπόν, έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή ορισμένου μήκους και τους ζήτησε
να βρουν την αντίστοιχη τους, ανάμεσα σε τρεις άλλες που είχαν κι αυτές
παρουσιαστεί στον πίνακα.
Από
τις τρεις επιλογές που είχαν η σωστή ήταν ολοφάνερα σωστή, αφού οι άλλες δύο
ήταν αρκετά μικρότερες ο πειραματιστής είχε στήσει μια μικρή συνομωσία: Οι
πέντε από τους έξι «εθελοντές» ήταν υπάλληλοι του επιστήμονα. Σε αυτούς είχε δοθεί η εντολή να διαλέξουν
ομόφωνα, χωρίς να δείξουν καμία αμφιβολία, μία λάθος γραμμή.
Οι
πέντε υπάλληλοι «διάλεγαν» πρώτοι και μετά, αφού είχε ακούσει τους
προηγούμενους, ήταν η σειρά του αληθινού πειραματόζωου να διαλέξει.
Τα
περισσότερα από τα υποκείμενα του πειράματος, ενώ έβλεπαν ότι η γραμμή που
είχαν διαλέξει οι προηγούμενοι ήταν λάθος, επέλεγαν την ίδια –τη λάθος!
Και το πιο περίεργο, ίσως το πιο σημαντικό,
είναι ότι μόλις
το υποκείμενο μάθαινε τη συνομωσία δεν παραδεχόταν ότι διάλεξε τη λανθασμένη
γραμμή υποκύπτοντας στην πίεση της… «κοινής γνώμης», αλλά ότι ήταν δικό του
λάθος, αβλεψία, ανοησία, κακή εκτίμηση.
Προτιμούσε
να πιστεύει ότι έκανε λάθος, παρά ότι φέρθηκε «αγελαία».
Ο Ας κατέδειξε, ότι η
πνευματική ανεξαρτησία του ανθρώπου είναι ένας μύθος.
Οι
άνθρωποι πρωτίστως θέλουμε να ανήκουμε στο σύνολο –ή σε κάποιο υποσύνολο.
Για
να το κάνουμε αυτό είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε όποια διαφορετική ιδέα και
σκέψη έχουμε, προκειμένου να γίνουμε αρεστοί.
Αυτό
είναι που φοβάται πιο πολύ ο άνθρωπος… Πιο πολύ από το ψέμα ή το θάνατο: Να
μείνει μόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου